- φωτομηχανικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που συνδυάζει ιδιότητες αναφερόμενες στο φως και στη μηχανική («φωτομηχανική διεργασία»)2. φρ. «φωτομηχανική αναπαραγωγή»(τυπογρ.) το σύνολο τών μεθόδων και διεργασιών τυπογραφικής αναπαραγωγής κατά τις οποίες χρησιμοποιείται στερεότυπο παρασκευασμένο υπό την επίδραση τού φωτός, όπως είναι λ.χ. η φωτοχαρακτική, η ηλιοχαρακτική, η φωτοτυπία κ.ά.επίρρ...φωτομηχανικώς και φωτομηχανικά Νμε φωτομηχανικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photomechanics < φωτ(ο)-* + μηχανικός].
Dictionary of Greek. 2013.